καμψιδίαυλος

καμψιδίαυλος
καμψιδίαυλος, -ον (Α)
αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία
2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς τα κάτω τις χορδές τής κιθάρας («χεῑρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος», Τελέστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + δίαυλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμψιδίαυλον — καμψιδίαυλος turning the post masc/fem acc sg καμψιδίαυλος turning the post neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”