- καμψιδίαυλος
- καμψιδίαυλος, -ον (Α)αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς τα κάτω τις χορδές τής κιθάρας («χεῑρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος», Τελέστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + δίαυλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.